- αλιθοβόλητος
- -η, -ο [λιθοβολώ]αυτός που δεν λιθοβολήθηκε, δεν πετροβολήθηκε, απετροβόλητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλιθοβόλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε λιθοβολήθηκε: Όταν γινόταν πετροπόλεμος κανείς δεν έμενε αλιθοβόλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)